- φέλιασμα
- το, Ν [φελιάζω]1. η ενέργεια τού φελιάζω, προσραφή ταινίας υφάσματος σε ένδυμα2. πρόσθετη ταινία υφάσματος («θα σού ράψω φελιάσματα στο φόρεμα που κόντυνε»)3. μπόλιασμα, εγκεντρισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φέλιασμα — το, ατος 1. το να φελιάζεις (βλ. λ.), το να προσθέτεις με ράψιμο κομμάτι υφάσματος στα άκρα φορέματος, το ρέλιασμα: Τελείωσα το φέλιασμα του γιακά. 2. ταινία υφάσματος ραμμένη στα άκρα φορέματος, μάτισμα, ματισιά, τσόντα: Στο μανίκι έβαλα μπλε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φελιαστός — ή, ό, Ν [φελιάζω] αυτός που προστέθηκε κάπου με φέλιασμα («το ρέλι στο παντελόνι σου είναι φελιαστό»). επίρρ... φελιαστά Ν με φέλιασμα … Dictionary of Greek
φελιαστός — ή, ό αυτός που προστέθηκε με φέλιασμα (βλ. λ.), ο φελιασμένος, ο πρόσθετος, ο προσθετός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)